- ἄλειας
- ἄλειας, ατος (ἀλέω): flour, wheaten flour, Od. 20.108†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἁλείας — ἁλείᾱς , ἁλεία fem acc pl ἁλείᾱς , ἁλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)